- διαβατός
- Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου.
* * *-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όνΑ και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω]1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το διαβατό1. το πεζοδρόμιο2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμοςαρχ.εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.
Dictionary of Greek. 2013.